ἐξέλασιν

ἐξέλασιν
ἐξέλᾱσιν , ἐξαιρέω
take out
aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic)
ἐξέλασις
driving out
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξέλαση — η (AM ἐξέλασις) [εξελαύνω] νεοελλ. (μεταλργ.) κατεργασία εξαναγκασμού ψυχρής μεταλλικής ράβδου να περάσει από τρύπα ολκού μικρότερης διαμέτρου την οποία αποκτά και η διατομή τής ράβδου μσν. επίταξη για πολεμικούς σκοπούς αρχ. 1. έξωση, εξορία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”